- πλαγιοκλίμαξ
- και πλαγιοκλίμακα, η, Νοικολ. τύπος φυτοκοινωνίας, δηλαδή διάπλασης, η σύνθεση τής οποίας είναι λίγο πολύ σταθερή, σε ισορροπία υπό τις υπάρχουσες περιβαλλοντικές συνθήκες, η οποία ὁμως δεν έφθασε στην κλίμακα που θα οδηγούσαν οι συγκεκριμένες συνθήκες, λόγω τής παρέμβασης τού ανθρώπου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plagioclimax < πλάγιος + κλίμαξ].
Dictionary of Greek. 2013.